- δυσωπητικός
- δυσωπητικός, -ή, -όν (AM)αυτός που ικετεύει επίμονα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυσωπητικά — δυσωπητικός importunate neut nom/voc/acc pl δυσωπητικά̱ , δυσωπητικός importunate fem nom/voc/acc dual δυσωπητικά̱ , δυσωπητικός importunate fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσωπητικώτερον — δυσωπητικός importunate adverbial comp δυσωπητικός importunate masc acc comp sg δυσωπητικός importunate neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσωπητικόν — δυσωπητικός importunate masc acc sg δυσωπητικός importunate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσωπητικώτατα — δυσωπητικός importunate adverbial superl δυσωπητικός importunate neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσωπητικοί — δυσωπητικός importunate masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσωπητικοῦ — δυσωπητικός importunate masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσωπητικούς — δυσωπητικός importunate masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσωπητικωτάτην — δυσωπητικός importunate fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσωπητική — δυσωπητικός importunate fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσωπητικῶς — δυσωπητικός importunate adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)